- ψυχογραφικός
- -ή, -ό, Ν [ψυχογραφία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)